- θαρρώ
- (Α θαρσῶ, νεώτ. αττ. τ. θαρρῶ, -έω, Μ θαρρῶ και θαρσῶ)1. έχω θάρρος, τόλμη, ψυχικό σθένος2. εμπιστεύομαι, έχω εμπιστοσύνη, έχω πεποίθηση σε κάποιον, στηρίζομαι σε κάποιοννεοελλ.νομίζω, υποθέτω, πιστεύω, έχω την πεποίθηση (α. «θαρρώ πως θα βρέξει» β. «καὶ τοῦτον ἄν τὸν ἄνδρα θαρσοίην ἐγὼ καλῶς μὲν ἄρχειν», Σοφ.)μσν.1. ελπίζω ότι θα έρθει κάποιος, περιμένω κάποιον2. εμπιστεύομαι κάτι σε κάποιον3. (ουδ. πληθ. μτχ. μέσ. ενεστ. ως επίρρ.) θαρρούμεναα) χωρίς φόβο, με θάρρος, με ασφάλειαθ) αυστηρά4. (η μτχ. μέσ. ενεστ. ως επίθ.) θαρρούμενος, -ένη, -ονα) σίγουροςβ) εξασφαλισμένος, ασφαλήςγ) φρ. «εἶμαι θαρρούμενος»i) ελπίζωii) στηρίζομαι, υπολογίζω σε κάποιονiii) έχω εμπιστοσύνημσν.-αρχ.1. παίρνω το θάρρος, τολμώ να κάνω κάτι2. ενδυναμώνω, ενισχύω·|| αρχ.1. δεν φοβάμαι, αισθάνομαι θάρρος απέναντι σε κάποιον, περιφρονώ κάποιον («οὔτε Φίλιππος ἐθάρρει τούτους οὔτε οὗτοι Φίλιππον», Δημοσθ.)2. είμαι περισσότερο απ' όσο πρέπει θαρραλέος, είμαι θρασύς («ὕβρει θαρσῷ», Θουκ.)3. εμπνέω εμπιστοσύνη4. είμαι άξιος εμπιστοσύνης5. (ενεργ. και παθ.) ριψοκινδυνεύω («τάς μέν μάχας θαρρεῖτε», Ξεν.)6. (προστ. ενεστ.) θάρσειέχε θάρρος, μη φοβάσαι7. (ουδ. μτχ. ενεστ. ή παρακμ.) τό θαρροῦν, τό τεθαρρηκόςτο θάρρος, η πεποίθηση8. φρ. α) «θαρσῶ τινί τι» — εμπιστεύομαι σε κάποιον κάτιβ. «θάρσει, οὐδείς ἀθάνατος» — έχε θάρρος, μη φοβάσαι, κανένας δεν είναι αθάνατος (σε επιτύμβ. επιγραφές)γ. «θαρσῶ τινι» ή «ὑπέρ τινος» ή «περί τινος» ή «ἐπί τινι» ή «πρός τι» ή «διά τι» — έχω πεποίθηση σε κάποιον ή σε κάτι ή για κάποιον ή για κάτι.[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. θαρρώ, αττ. τ. τού θαρσώ (< θάρσος) απαντά στην Αρχαία τόσο με τη σημ. «έχω θάρρος, τόλμη, γενναιότητα» όσο και με τη σημ. «πιστεύω με πεποίθηση ότι..., πιστεύω ότι...», ενώ στη Νέα Ελληνική η λ. διατηρήθηκε μόνο με τη δεύτερη σημασία της («πιστεύω, νομίζω, φαντάζομαι»), πράγμα που συνέβη και με το θαρρεύω*].
Dictionary of Greek. 2013.